Translation meaning & definition of the word "hogwash" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "χοντοπολτός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hogwash
[Χόγκουαρ]/hɑgwɑʃ/
noun
1. Unacceptable behavior (especially ludicrously false statements)
- synonym:
- bunk ,
- bunkum ,
- buncombe ,
- guff ,
- rot ,
- hogwash
1. Απαράδεκτη συμπεριφορά (ειδικά γελοία ψευδείς δηλώσεις)
- συνώνυμο:
- κουκέτα ,
- κουκουμπώ ,
- γκουφ ,
- σαπίζω ,
- ανακατώνω