Translation meaning & definition of the word "hog" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκύλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hog
[Χογκ]/hɑg/
noun
1. A person regarded as greedy and pig-like
- synonym:
- hog ,
- pig
1. Ένα άτομο που θεωρείται άπληστο και γουρουνάκι
- συνώνυμο:
- χουγκ ,
- χοίρος
2. A sheep up to the age of one year
- One yet to be sheared
- synonym:
- hog ,
- hogget ,
- hogg
2. Πρόβατα μέχρι την ηλικία ενός έτους
- Ένα ακόμα να είναι κουρασμένο
- συνώνυμο:
- χουγκ ,
- παζαρεύω ,
- χοτζ
3. Domestic swine
- synonym:
- hog ,
- pig ,
- grunter ,
- squealer ,
- Sus scrofa
3. Εγχώριοι χοίροι
- συνώνυμο:
- χουγκ ,
- χοίρος ,
- γκρινιάρησ ,
- πένθος ,
- Σκοφά
verb
1. Take greedily
- Take more than one's share
- synonym:
- hog
1. Πάρτε άπληστα
- Πάρτε περισσότερα από ένα μερίδια
- συνώνυμο:
- χουγκ
Examples of using
Don't hog the road.
Μην πετάς το δρόμο.
You're an awful hog.
Είσαι ένα φοβερό γουρούνι.
They're eating high on the hog.
Τρώνε ψηλά στο γουρούνι.