Translation meaning & definition of the word "hoe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλίμονο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hoe
[Στενοχωριόταν]/hoʊ/
noun
1. A tool with a flat blade attached at right angles to a long handle
- synonym:
- hoe
1. Ένα εργαλείο με μια επίπεδη λεπίδα που συνδέεται σε ορθές γωνίες σε μια μακριά λαβή
- συνώνυμο:
- αλίμονο
verb
1. Dig with a hoe
- "He is hoeing the flower beds"
- synonym:
- hoe
1. Σκάβουμε με ένα σκαλί
- "Αναβλύζει τα παρτέρια"
- συνώνυμο:
- αλίμονο
Examples of using
Make the hoe your sword, and the sword your hoe.
Κάνε το σκαλί σου το σπαθί σου, και το σπαθί σου το σκυλάκι σου.