Translation meaning & definition of the word "hobo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χόμπο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hobo
[Χόμπο]/hoʊboʊ/
noun
1. A disreputable vagrant
- "A homeless tramp"
- "He tried to help the really down-and-out bums"
- synonym:
- tramp ,
- hobo ,
- bum
1. Ένας αμφισβητήσιμος κόλπος
- "Ένα άστεγο τραμπ"
- "Προσπάθησε να βοηθήσει τους πραγματικά κατεβασμένους φτωχούς"
- συνώνυμο:
- τραμπ ,
- χόμπο ,
- ανατροπή