Translation meaning & definition of the word "hobble" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τσίμπημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hobble
[Στροβιλίζω]/hɑbəl/
noun
1. A shackle for the ankles or feet
- synonym:
- fetter ,
- hobble
1. Ένα δεσμό για τους αστραγάλους ή τα πόδια
- συνώνυμο:
- παρασύρω ,
- περιστρέφομαι
2. The uneven manner of walking that results from an injured leg
- synonym:
- hitch ,
- hobble ,
- limp
2. Ο άνισος τρόπος περπατήματος που προκύπτει από ένα τραυματισμένο πόδι
- συνώνυμο:
- αιτία ,
- περιστρέφομαι ,
- ασβέστησ
verb
1. Walk impeded by some physical limitation or injury
- "The old woman hobbles down to the store every day"
- synonym:
- limp ,
- gimp ,
- hobble ,
- hitch
1. Περπατήστε εμποδίζοντας κάποιο φυσικό περιορισμό ή τραυματισμό
- "Η ηλικιωμένη γυναίκα κατεβαίνει στο κατάστημα κάθε μέρα"
- συνώνυμο:
- ασβέστησ ,
- ανακατώνω ,
- περιστρέφομαι ,
- αιτία
2. Hamper the action or progress of
- "The chairman was hobbled by the all-powerful dean"
- synonym:
- hobble
2. Να παρεμποδίζει τη δράση ή την πρόοδο του
- "Ο πρόεδρος ήταν αναστατωμένος από τον παντοδύναμο κοσμήτορα"
- συνώνυμο:
- περιστρέφομαι
3. Strap the foreleg and hind leg together on each side (of a horse) in order to keep the legs on the same side moving in unison
- "Hobble race horses"
- synonym:
- hopple ,
- hobble
3. Τοποθετήστε το μπροστινό και οπίσθιο πόδι μαζί σε κάθε πλευρά ( ενός αλόγου) για να κρατήσετε τα πόδια στην ίδια πλευρά κινούνται ενωμένα
- "Ευτυχισμένα άλογα αγώνα"
- συνώνυμο:
- λυκίσκοσ ,
- περιστρέφομαι
Examples of using
I can't walk, but I can definitely hobble.
I can't walk, but I can definitely hobble.