Translation meaning & definition of the word "hob" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εστία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hob
[Χομπ]/hɑb/
noun
1. (folklore) a small grotesque supernatural creature that makes trouble for human beings
- synonym:
- goblin ,
- hob ,
- hobgoblin
1. (λαογρα) ένα μικρό γκροτέσκο υπερφυσικό πλάσμα που δημιουργεί προβλήματα για τους ανθρώπους
- συνώνυμο:
- γκόμπλιν ,
- εστία ,
- χόμπγκμπλιν
2. (folklore) fairies that are somewhat mischievous
- synonym:
- elf ,
- hob ,
- gremlin ,
- pixie ,
- pixy ,
- brownie ,
- imp
2. (λαϊκές νεράιδες που είναι κάπως άτακτες
- συνώνυμο:
- ελφ ,
- εστία ,
- γκρίλιν ,
- πίξι ,
- εικονολατρεία ,
- μπράουνι ,
- εμπόδιο
3. A hard steel edge tool used to cut gears
- synonym:
- hob
3. Ένα σκληρό εργαλείο ακρών χάλυβα που χρησιμοποιείται για να κόψει τα εργαλεία
- συνώνυμο:
- εστία
4. A shelf beside an open fire where something can be kept warm
- synonym:
- hob
4. Ένα ράφι δίπλα σε μια ανοιχτή φωτιά όπου κάτι μπορεί να κρατηθεί ζεστό
- συνώνυμο:
- εστία
verb
1. Cut with a hob
- synonym:
- hob
1. Κόψτε με μια εστία
- συνώνυμο:
- εστία