Translation meaning & definition of the word "hoax" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χάξος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hoax
[Χοντρή]/hoʊks/
noun
1. Something intended to deceive
- Deliberate trickery intended to gain an advantage
- synonym:
- fraud ,
- fraudulence ,
- dupery ,
- hoax ,
- humbug ,
- put-on
1. Κάτι που προορίζεται να εξαπατήσει
- Σκόπιμη απάτη που προορίζεται να αποκτήσει ένα πλεονέκτημα
- συνώνυμο:
- απάτη ,
- παπαρούνα ,
- φάρσα ,
- αναταραχή ,
- παρακαμφθεί
verb
1. Subject to a playful hoax or joke
- synonym:
- hoax ,
- pull someone's leg ,
- play a joke on
1. Υπόκειται σε μια παιχνιδιάρικη φάρσα ή αστείο
- συνώνυμο:
- φάρσα ,
- τραβήξτε το πόδι κάποιου ,
- παίζω αστείο
Examples of using
It was a hoax.
Ήταν μια φάρσα.
It was a hoax.
Ήταν μια φάρσα.
It was a hoax.
Ήταν μια φάρσα.