Translation meaning & definition of the word "hoarse" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "χοντρή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hoarse
[Χονδροειδήσ]/hɔrs/
adjective
1. Deep and harsh sounding as if from shouting or illness or emotion
- "Gruff voices"
- "The dog's gruff barking"
- "Hoarse cries"
- "Makes all the instruments sound powerful but husky"- virgil thomson
- synonym:
- gruff ,
- hoarse ,
- husky
1. Βαθιά και σκληρά ακούγονται σαν από φωνές ή ασθένεια ή συναίσθημα
- "Πιτυχημένες φωνές"
- "Το γάβγισμα του σκύλου"
- "Αραιές κραυγές"
- "Κάνει όλα τα όργανα να ακούγονται δυνατά αλλά χοντρά" - βιρτζίλ τόμσον
- συνώνυμο:
- τραχύσ ,
- βραχνός ,
- χουσεΐνη
Examples of using
My voice is hoarse from a cold.
Η φωνή μου είναι βραχνή από ένα κρύο.
They were all hoarse from shouting.
Ήταν όλοι βραχνοί από το να φωνάζουν.