Translation meaning & definition of the word "hoard" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βουητό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hoard
[Χουρντ]/hɔrd/
noun
1. A secret store of valuables or money
- synonym:
- hoard ,
- cache ,
- stash
1. Ένα μυστικό κατάστημα τιμαλφών ή χρημάτων
- συνώνυμο:
- αποθηκεύω ,
- κρυφόσ ,
- σταματώ
verb
1. Save up as for future use
- synonym:
- hoard ,
- stash ,
- cache ,
- lay away ,
- hive up ,
- squirrel away
1. Εξοικονομήστε χρήματα για μελλοντική χρήση
- συνώνυμο:
- αποθηκεύω ,
- σταματώ ,
- κρυφόσ ,
- απολύω ,
- κυψέλη ,
- απομακρύνω
2. Get or gather together
- "I am accumulating evidence for the man's unfaithfulness to his wife"
- "She is amassing a lot of data for her thesis"
- "She rolled up a small fortune"
- synonym:
- roll up ,
- collect ,
- accumulate ,
- pile up ,
- amass ,
- compile ,
- hoard
2. Συγκεντρωθείτε ή συγκεντρωθείτε
- "Συγκεντρώνω αποδείξεις για την απιστία του άνδρα στη σύζυγό του"
- "Συγκεντρώνει πολλά δεδομένα για τη διατριβή της"
- "Κατέστρωσε μια μικρή περιουσία"
- συνώνυμο:
- ανατρέπω ,
- συλλέγω ,
- συσσωρεύω ,
- αποθηκεύω