Translation meaning & definition of the word "hoar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χοάρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hoar
[Χουρ]/hɔr/
noun
1. Ice crystals forming a white deposit (especially on objects outside)
- synonym:
- frost ,
- hoar ,
- hoarfrost ,
- rime
1. Κρύσταλλοι πάγου που σχηματίζουν μια λευκή κατάθεση (ειδικά σε αντικείμενα έξω)
- συνώνυμο:
- παγετός ,
- αποθηκεύω ,
- παγωμένοσ παγετόσ ,
- ρίμε
adjective
1. Showing characteristics of age, especially having grey or white hair
- "Whose beard with age is hoar"-coleridge
- "Nodded his hoary head"
- synonym:
- grey ,
- gray ,
- grey-haired ,
- gray-haired ,
- grey-headed ,
- gray-headed ,
- grizzly ,
- hoar ,
- hoary ,
- white-haired
1. Παρουσιάζοντας χαρακτηριστικά της ηλικίας, ειδικά έχοντας γκρίζα ή λευκά μαλλιά
- "Του οποίου η γενειάδα με την ηλικία είναι βραχνή"-καλεκτομή
- "Απέφυγε το βραχνό κεφάλι του"
- συνώνυμο:
- γκρι ,
- γκρι-μαλλιά ,
- γκριζεφέ ,
- ανόητοσ ,
- αποθηκεύω ,
- ανατρέφω ,
- λευκόσαρκο