Translation meaning & definition of the word "ho" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ho
[Χο]/hoʊ/
noun
1. A trivalent metallic element of the rare earth group
- Occurs together with yttrium
- Forms highly magnetic compounds
- synonym:
- holmium ,
- Ho ,
- atomic number 67
1. Ένα ασήμαντο μεταλλικό στοιχείο της ομάδας των σπάνιων γαιών
- Συμβαίνει μαζί με το ύττριο
- Σχηματίζει εξαιρετικά μαγνητικές ενώσεις
- συνώνυμο:
- ολ κάδμιο ,
- Χο ,
- ατομικός αριθμός 67
Examples of using
Ho ho, you have always been the brightest amongst my grandchildren! But hearken now: I have come from the nether realm to entrust thee with a task of utmost importance!
Πάντα ήσουν ο λαμπρότερος ανάμεσα στα εγγόνια μου! Αλλά ακούστε τώρα: Έχω έρθει από το βασίλειο της πόλης για να σας εμπιστευτώ ένα έργο ύψιστης σημασίας!