Translation meaning & definition of the word "hives" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυψέλες" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hives
[Κυψέλεσ]/haɪvz/
noun
1. An itchy skin eruption characterized by weals with pale interiors and well-defined red margins
- Usually the result of an allergic response to insect bites or food or drugs
- synonym:
- urtication ,
- urticaria ,
- hives ,
- nettle rash
1. Μια κνησμώδης έκρηξη του δέρματος που χαρακτηρίζεται από φυσαλίδες με ανοιχτούς εσωτερικούς χώρους και καλά καθορισμένα κόκκινα περιθώρια
- Συνήθως το αποτέλεσμα μιας αλλεργικής αντίδρασης σε τσιμπήματα εντόμων ή τρόφιμα ή φάρμακα
- συνώνυμο:
- κνίδωση ,
- κυψέλεσ ,
- εξάνθημα τσουκνίδας