Translation meaning & definition of the word "hitter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πικρό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hitter
[Χίτλερ]/hɪtər/
noun
1. (baseball) a ballplayer who is batting
- synonym:
- batter ,
- hitter ,
- slugger ,
- batsman
1. (μπασεμπολ) ένας παίκτης μπάλας που κάνει κτύπημα
- συνώνυμο:
- κτύπημα ,
- χτύποσ ,
- λαθρεμπόριο ,
- μπάτσμαν
2. Someone who hits
- "A hard hitter"
- "A fine striker of the ball"
- "Blacksmiths are good hitters"
- synonym:
- hitter ,
- striker
2. Κάποιος που χτυπάει
- "Ένας σκληρός χτύπος"
- "Ένας ωραίος επιθετικός της μπάλας"
- "Οι σιδηρουργοί είναι καλοί χτύποι"
- συνώνυμο:
- χτύποσ ,
- επιθετικός