Translation meaning & definition of the word "hitchhike" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "παιχνίδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hitchhike
[Χίτσικε]/hɪʧhaɪk/
verb
1. Travel by getting free rides from motorists
- synonym:
- hitchhike ,
- hitch ,
- thumb
1. Ταξιδέψτε με ελεύθερες βόλτες από αυτοκινητιστές
- συνώνυμο:
- αναβάτησ ,
- αιτία ,
- αντίχειρας