Translation meaning & definition of the word "hitch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "χτύπημα" στην ελληνική γλώσσα
Hitch
[Χαστ]noun
1. A period of time spent in military service
- synonym:
- enlistment ,
- hitch ,
- term of enlistment ,
- tour of duty ,
- duty tour ,
- tour
1. Περίοδος που δαπανάται στη στρατιωτική θητεία
- συνώνυμο:
- κατάταξη ,
- αιτία ,
- διάρκεια της κατάταξης ,
- περιοδεία του καθήκοντος ,
- περιοδεία καθήκοντος ,
- περιοδεία
2. The state of inactivity following an interruption
- "The negotiations were in arrest"
- "Held them in check"
- "During the halt he got some lunch"
- "The momentary stay enabled him to escape the blow"
- "He spent the entire stop in his seat"
- synonym:
- arrest ,
- check ,
- halt ,
- hitch ,
- stay ,
- stop ,
- stoppage
2. Η κατάσταση της αδράνειας μετά από διακοπή
- "Οι διαπραγματεύσεις βρίσκονταν σε κράτηση"
- "Τους είδα υπό έλεγχο"
- "Κατά τη διάρκεια της στάσης πήρε ένα μεσημεριανό γεύμα"
- "Η στιγμιαία διαμονή του επέτρεψε να ξεφύγει από το χτύπημα"
- "Πέρασε ολόκληρη τη στάση στη θέση του"
- συνώνυμο:
- σύλληψη ,
- ελέγχω ,
- σταμάτημα ,
- αιτία ,
- μείνετε ,
- σταματώ ,
- διακοπή
3. An unforeseen obstacle
- synonym:
- hang-up ,
- hitch ,
- rub ,
- snag
3. Ένα απρόβλεπτο εμπόδιο
- συνώνυμο:
- απαγχονίζω ,
- αιτία ,
- τρίβω ,
- παραπονιέμαι
4. A connection between a vehicle and the load that it pulls
- synonym:
- hitch
4. Μια σύνδεση μεταξύ ενός οχήματος και του φορτίου που τραβά
- συνώνυμο:
- αιτία
5. A knot that can be undone by pulling against the strain that holds it
- A temporary knot
- synonym:
- hitch
5. Ένας κόμπος που μπορεί να αναιρεθεί τραβώντας το στέλεχος που το κρατά
- Ένας προσωρινός κόμπος
- συνώνυμο:
- αιτία
6. Any obstruction that impedes or is burdensome
- synonym:
- hindrance ,
- hinderance ,
- hitch ,
- preventive ,
- preventative ,
- encumbrance ,
- incumbrance ,
- interference
6. Οποιαδήποτε παρεμπόδιση που εμποδίζει ή είναι επαχθής
- συνώνυμο:
- εμπόδιο ,
- αιτία ,
- προληπτικός ,
- προληπτικόσ ,
- επιβίβαση ,
- επίκειμαι ,
- παρέμβαση
7. The uneven manner of walking that results from an injured leg
- synonym:
- hitch ,
- hobble ,
- limp
7. Ο άνισος τρόπος περπατήματος που προκύπτει από ένα τραυματισμένο πόδι
- συνώνυμο:
- αιτία ,
- περιστρέφομαι ,
- ασβέστησ
verb
1. To hook or entangle
- "One foot caught in the stirrup"
- synonym:
- hitch ,
- catch
1. Για να γαντζώσει ή να εμπλέξει
- "Ένα πόδι πιασμένο στο αναδευτήρα"
- συνώνυμο:
- αιτία ,
- αλιεύω
2. Walk impeded by some physical limitation or injury
- "The old woman hobbles down to the store every day"
- synonym:
- limp ,
- gimp ,
- hobble ,
- hitch
2. Περπατήστε εμποδίζοντας κάποιο φυσικό περιορισμό ή τραυματισμό
- "Η ηλικιωμένη γυναίκα κατεβαίνει στο κατάστημα κάθε μέρα"
- συνώνυμο:
- ασβέστησ ,
- ανακατώνω ,
- περιστρέφομαι ,
- αιτία
3. Jump vertically, with legs stiff and back arched
- "The yung filly bucked"
- synonym:
- buck ,
- jerk ,
- hitch
3. Άλμα κάθετα, με τα πόδια δύσκαμπτα και πίσω τοξωτά
- "Το γιουνγκ αλήθινο πήρε"
- συνώνυμο:
- παραπάνω ,
- τσεκ ,
- αιτία
4. Travel by getting free rides from motorists
- synonym:
- hitchhike ,
- hitch ,
- thumb
4. Ταξιδέψτε με ελεύθερες βόλτες από αυτοκινητιστές
- συνώνυμο:
- αναβάτησ ,
- αιτία ,
- αντίχειρας
5. Connect to a vehicle: "hitch the trailer to the car"
- synonym:
- hitch
5. Συνδεθείτε σε ένα όχημα: "απενεργοποιήστε το ρυμουλκούμενο στο αυτοκίνητο"
- συνώνυμο:
- αιτία