Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "hit" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χτύπημα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Hit

[Χτύπημα]
/hɪt/

noun

1. (baseball) a successful stroke in an athletic contest (especially in baseball)

  • "He came all the way around on williams' hit"
    synonym:
  • hit

1. (βασεμβαλλ) ένα επιτυχημένο εγκεφαλικό επεισόδιο σε έναν αθλητικό διαγωνισμό (ειδικά στο μπέιζμπολ)

  • "Έφτασε σε όλη τη διαδρομή για το χτύπημα του γουίλιαμς"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα

2. The act of contacting one thing with another

  • "Repeated hitting raised a large bruise"
  • "After three misses she finally got a hit"
    synonym:
  • hit
  • ,
  • hitting
  • ,
  • striking

2. Η πράξη της επικοινωνίας με ένα πράγμα με ένα άλλο

  • "Το επαναλαμβανόμενο χτύπημα προκάλεσε μεγάλους μώλωπες"
  • "Μετά από τρεις απώλειες πήρε τελικά ένα χτύπημα"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα
  • ,
  • εντυπωσιακός

3. A conspicuous success

  • "That song was his first hit and marked the beginning of his career"
  • "That new broadway show is a real smasher"
  • "The party went with a bang"
    synonym:
  • hit
  • ,
  • smash
  • ,
  • smasher
  • ,
  • strike
  • ,
  • bang

3. Μια εμφανής επιτυχία

  • "Αυτό το τραγούδι ήταν το πρώτο του χτύπημα και σηματοδότησε την αρχή της καριέρας του"
  • "Αυτή η νέα εκπομπή του μπρόντγουεϊ είναι ένας πραγματικός παίκτης"
  • "Το πάρτι πήγε με ένα κτύπημα"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα
  • ,
  • συνθλίβω
  • ,
  • παραμορφώνων
  • ,
  • απεργία
  • ,
  • μπανγκ

4. (physics) a brief event in which two or more bodies come together

  • "The collision of the particles resulted in an exchange of energy and a change of direction"
    synonym:
  • collision
  • ,
  • hit

4. (φυσική) ένα σύντομο γεγονός στο οποίο δύο ή περισσότερα σώματα ενώνονται

  • "Η σύγκρουση των σωματιδίων είχε ως αποτέλεσμα την ανταλλαγή ενέργειας και την αλλαγή κατεύθυνσης"
    συνώνυμο:
  • σύγκρουση
  • ,
  • χτύπημα

5. A dose of a narcotic drug

    synonym:
  • hit

5. Μια δόση ενός ναρκωτικού φαρμάκου

    συνώνυμο:
  • χτύπημα

6. A murder carried out by an underworld syndicate

  • "It has all the earmarks of a mafia hit"
    synonym:
  • hit

6. Μια δολοφονία που πραγματοποιείται από ένα συνδικάτο του κάτω κόσμου

  • "Έχει όλα τα προβλήματα ενός χτυπήματος της μαφίας"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα

7. A connection made via the internet to another website

  • "Wordnet gets many hits from users worldwide"
    synonym:
  • hit

7. Μια σύνδεση που γίνεται μέσω του διαδικτύου σε άλλη ιστοσελίδα

  • "Το παίρνει πολλές επιτυχίες από τους χρήστες παγκοσμίως"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα

verb

1. Cause to move by striking

  • "Hit a ball"
    synonym:
  • hit

1. Αιτία να κινηθεί από το χτύπημα

  • "Χτύπησε μια μπάλα"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα

2. Hit against

  • Come into sudden contact with
  • "The car hit a tree"
  • "He struck the table with his elbow"
    synonym:
  • hit
  • ,
  • strike
  • ,
  • impinge on
  • ,
  • run into
  • ,
  • collide with

2. Επιτίθεμαι

  • Ελάτε σε ξαφνική επαφή με
  • "Το αυτοκίνητο χτύπησε ένα δέντρο"
  • "Χτύπησε το τραπέζι με τον αγκώνα του"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα
  • ,
  • απεργία
  • ,
  • προσκρούω
  • ,
  • τρέχω
  • ,
  • συγκρούομαι

3. Deal a blow to, either with the hand or with an instrument

  • "He hit her hard in the face"
    synonym:
  • hit

3. Κάντε ένα χτύπημα, είτε με το χέρι είτε με ένα όργανο

  • "Την χτύπησε σκληρά στο πρόσωπο"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα

4. Reach a destination, either real or abstract

  • "We hit detroit by noon"
  • "The water reached the doorstep"
  • "We barely made it to the finish line"
  • "I have to hit the mac machine before the weekend starts"
    synonym:
  • reach
  • ,
  • make
  • ,
  • attain
  • ,
  • hit
  • ,
  • arrive at
  • ,
  • gain

4. Φτάστε σε έναν προορισμό, είτε πραγματικό είτε αφηρημένο

  • "Χτυπάμε το ντιτρόιτ το μεσημέρι"
  • "Το νερό έφτασε στο κατώφλι"
  • "Σχεδόν δεν φτάσαμε στη γραμμή του τερματισμού"
  • "Πρέπει να χτυπήσω τη μηχανή πριν ξεκινήσει το σαββατοκύριακο"
    συνώνυμο:
  • προσεγγίζω
  • ,
  • βγάζω
  • ,
  • επιτυγχάνω
  • ,
  • χτύπημα
  • ,
  • φθάνω
  • ,
  • κέρδος

5. Affect or afflict suddenly, usually adversely

  • "We were hit by really bad weather"
  • "He was stricken with cancer when he was still a teenager"
  • "The earthquake struck at midnight"
    synonym:
  • hit
  • ,
  • strike

5. Επηρεάζει ή προσβάλλει ξαφνικά, συνήθως αρνητικά

  • "Μας χτύπησε πολύ άσχημος καιρός"
  • "Ήταν πληγωμένος από καρκίνο όταν ήταν ακόμα έφηβος"
  • "Ο σεισμός χτύπησε τα μεσάνυχτα"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα
  • ,
  • απεργία

6. Hit with a missile from a weapon

    synonym:
  • shoot
  • ,
  • hit
  • ,
  • pip

6. Χτύπησε με έναν πύραυλο από ένα όπλο

    συνώνυμο:
  • πυροβολώ
  • ,
  • χτύπημα
  • ,
  • σωλήνασ

7. Encounter by chance

  • "I stumbled across a long-lost cousin last night in a restaurant"
    synonym:
  • stumble
  • ,
  • hit

7. Συνάντηση τυχαία

  • "Κατάφερα να περάσω έναν χαμένο ξάδερφο χθες το βράδυ σε ένα εστιατόριο"
    συνώνυμο:
  • σκοντάφτω
  • ,
  • χτύπημα

8. Gain points in a game

  • "The home team scored many times"
  • "He hit a home run"
  • "He hit .300 in the past season"
    synonym:
  • score
  • ,
  • hit
  • ,
  • tally
  • ,
  • rack up

8. Κερδίστε πόντους σε ένα παιχνίδι

  • "Η ομάδα στο σπίτι σκόραρε πολλές φορές"
  • "Χτύπησε στο σπίτι του"
  • "Χτύπησε 300 την περασμένη σεζόν"
    συνώνυμο:
  • βαθμολογία
  • ,
  • χτύπημα
  • ,
  • τακτοποιημένα
  • ,
  • επιτίθεμαι

9. Cause to experience suddenly

  • "Panic struck me"
  • "An interesting idea hit her"
  • "A thought came to me"
  • "The thought struck terror in our minds"
  • "They were struck with fear"
    synonym:
  • hit
  • ,
  • strike
  • ,
  • come to

9. Επειδή βιώνει ξαφνικά

  • "Ο πανικός με χτύπησε"
  • "Μια ενδιαφέρουσα ιδέα την χτύπησε"
  • "Έρχεται μια σκέψη σε μένα"
  • "Η σκέψη χτύπησε τον τρόμο στο μυαλό μας"
  • "Εντυπωσιάστηκαν από φόβο"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα
  • ,
  • απεργία
  • ,
  • ελάτε σε

10. Make a strategic, offensive, assault against an enemy, opponent, or a target

  • "The germans struck poland on sept. 1, 1939"
  • "We must strike the enemy's oil fields"
  • "In the fifth inning, the giants struck, sending three runners home to win the game 5 to 2"
    synonym:
  • strike
  • ,
  • hit

10. Κάντε μια στρατηγική, επιθετική, επίθεση εναντίον ενός εχθρού, ενός αντιπάλου ή ενός στόχου

  • "Οι γερμανοί έπληξαν την πολωνία την 1η σεπτεμβρίου 1939"
  • "Πρέπει να χτυπήσουμε τα πετρελαϊκά πεδία του εχθρού"
  • "Στην πέμπτη εκστρατεία, οι γίγαντες χτύπησαν, στέλνοντας τρεις δρομείς στο σπίτι για να κερδίσουν το παιχνίδι 5 προς 2"
    συνώνυμο:
  • απεργία
  • ,
  • χτύπημα

11. Kill intentionally and with premeditation

  • "The mafia boss ordered his enemies murdered"
    synonym:
  • murder
  • ,
  • slay
  • ,
  • hit
  • ,
  • dispatch
  • ,
  • bump off
  • ,
  • off
  • ,
  • polish off
  • ,
  • remove

11. Σκοτώστε σκόπιμα και με προμελέτη

  • "Το αφεντικό της μαφίας διέταξε τους εχθρούς του να δολοφονηθούν"
    συνώνυμο:
  • δολοφονία
  • ,
  • φονιά
  • ,
  • χτύπημα
  • ,
  • αποστολή
  • ,
  • πέφτω
  • ,
  • από
  • ,
  • απολυμαίνω
  • ,
  • αφαιρώ

12. Drive something violently into a location

  • "He hit his fist on the table"
  • "She struck her head on the low ceiling"
    synonym:
  • hit
  • ,
  • strike

12. Οδηγήστε κάτι βίαια σε μια τοποθεσία

  • "Χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι"
  • "Χτύπησε το κεφάλι της στο χαμηλό ταβάνι"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα
  • ,
  • απεργία

13. Reach a point in time, or a certain state or level

  • "The thermometer hit 100 degrees"
  • "This car can reach a speed of 140 miles per hour"
    synonym:
  • reach
  • ,
  • hit
  • ,
  • attain

13. Φτάστε σε ένα χρονικό σημείο ή σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή επίπεδο

  • "Το θερμόμετρο χτύπησε 100 μοίρες"
  • "Αυτό το αυτοκίνητο μπορεί να φτάσει σε μια ταχύτητα 140 μιλίων ανά ώρα"
    συνώνυμο:
  • προσεγγίζω
  • ,
  • χτύπημα
  • ,
  • επιτυγχάνω

14. Produce by manipulating keys or strings of musical instruments, also metaphorically

  • "The pianist strikes a middle c"
  • "Strike `z' on the keyboard"
  • "Her comments struck a sour note"
    synonym:
  • strike
  • ,
  • hit

14. Παράγουν με το χειρισμό κλειδιών ή χορδές των μουσικών οργάνων, επίσης μεταφορικά

  • "Ο πιανίστας χτυπάει στη μέση γ"
  • "Στρίξιμο `ζ' στο πληκτρολόγιο"
  • "Τα σχόλιά της χτύπησαν μια ξινή νότα"
    συνώνυμο:
  • απεργία
  • ,
  • χτύπημα

15. Consume to excess

  • "Hit the bottle"
    synonym:
  • hit

15. Καταναλώνουν σε υπερβολή

  • "Χτύπησε το μπουκάλι"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα

16. Hit the intended target or goal

    synonym:
  • hit

16. Πετύχετε τον επιδιωκόμενο στόχο ή στόχο

    συνώνυμο:
  • χτύπημα

17. Pay unsolicited and usually unwanted sexual attention to

  • "He tries to hit on women in bars"
    synonym:
  • hit

17. Δώστε ανεπιθύμητη και συνήθως ανεπιθύμητη σεξουαλική προσοχή

  • "Προσπαθεί να χτυπήσει τις γυναίκες στα μπαρ"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα

Examples of using

He hit me on the shoulder.
Με χτύπησε στον ώμο.
He hit me twice.
Με χτύπησε δύο φορές.
Being a healthy eater will not stop you gaining weight once you hit middle age, Australian researchers have found.
Όντας ένας υγιεινός τρώγοντας δεν θα σας σταματήσει να κερδίζετε βάρος μόλις χτυπήσετε μέση ηλικία, ανακάλυψαν Αυστραλοί ερευνητές.