Translation meaning & definition of the word "historic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιστορική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Historic
[Ιστορικός]/hɪstɔrɪk/
adjective
1. Belonging to the past
- Of what is important or famous in the past
- "Historic victories"
- "Historical (or historic) times"
- "A historical character"
- synonym:
- historic ,
- historical
1. Ανήκει στο παρελθόν
- Από αυτό που είναι σημαντικό ή διάσημο στο παρελθόν
- "Ιστορικές νίκες"
- "Ιστορική (ορ ιστορική) εποχή"
- "Ιστορικός χαρακτήρας"
- συνώνυμο:
- ιστορικός
2. Important in history
- "The historic first voyage to outer space"
- synonym:
- historic
2. Σημαντικό στην ιστορία
- "Το ιστορικό πρώτο ταξίδι στο διάστημα"
- συνώνυμο:
- ιστορικός
Examples of using
This is a historic moment.
Είναι μια ιστορική στιγμή.
This is an historic moment.
Είναι μια ιστορική στιγμή.
Rynok Square is the historic centre of the city.
Η πλατεία Ρυνόκ είναι το ιστορικό κέντρο της πόλης.