Translation meaning & definition of the word "historian" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιστορικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Historian
[Ιστορικός]/hɪstɔriən/
noun
1. A person who is an authority on history and who studies it and writes about it
- synonym:
- historian ,
- historiographer
1. Ένα άτομο που είναι μια αρχή για την ιστορία και που τη μελετά και γράφει γι 'αυτό
- συνώνυμο:
- ιστορικός ,
- ιστοριογράφοσ