Translation meaning & definition of the word "hissing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγνοούμενος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hissing
[Σφύριγμα]/hɪsɪŋ/
noun
1. A fricative sound (especially as an expression of disapproval)
- "The performers could not be heard over the hissing of the audience"
- synonym:
- hiss ,
- hissing ,
- hushing ,
- fizzle ,
- sibilation
1. Ένας τριχωτός ήχος (ειδικά ως έκφραση αποδοκιμασίας)
- "Οι ερμηνευτές δεν μπορούσαν να ακουστούν για το σφύριγμα του κοινού"
- συνώνυμο:
- το δικό του ,
- σφυρίζω ,
- αποφλοίωση ,
- φιτσαλίζω ,
- απολίνωση