Translation meaning & definition of the word "hired" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενοικιασμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hired
[Προσλαμβάνεται]/haɪərd/
adjective
1. Having services engaged for a fee
- "Hired hands"
- "A hired gun"
- synonym:
- hired
1. Υπηρεσίες που ασχολούνται με χρέωση
- "Κρεμασμένα χέρια"
- "Ένα προσληφθέν όπλο"
- συνώνυμο:
- μισθωτόσ
2. Hired for the exclusive temporary use of a group of travelers
- "A chartered plane"
- "The chartered buses arrived on time"
- synonym:
- chartered ,
- hired ,
- leased
2. Προσλαμβάνεται για την αποκλειστική προσωρινή χρήση μιας ομάδας ταξιδιωτών
- "Ναυλωμένο αεροπλάνο"
- "Τα ναυλωμένα λεωφορεία έφτασαν εγκαίρως"
- συνώνυμο:
- ναυλωμένο ,
- μισθωτόσ ,
- μισθωμένο
Examples of using
I was hired originally to do another job.
Αρχικά προσλήφθηκα για να κάνω άλλη δουλειά.
I was only hired temporarily.
Προσλήφθηκα προσωρινά.
I've just hired a new maid.
Μόλις προσέλαβα μια νέα υπηρέτρια.