Translation meaning & definition of the word "hilly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λοφώδης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hilly
[Ψεύτησ]/hɪli/
adjective
1. Having hills and crags
- "Hilly terrain"
- synonym:
- cragged ,
- craggy ,
- hilly ,
- mountainous
1. Έχοντας λόφους και βράχια
- "Λοφώδες έδαφος"
- συνώνυμο:
- τρελός ,
- τρελόσ ,
- λοφώδησ ,
- ορεινός