Translation meaning & definition of the word "hillbilly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βίαια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hillbilly
[Χίλμπιλ]/hɪlbɪli/
noun
1. A disparaging term for an unsophisticated person
- synonym:
- hillbilly ,
- bushwhacker
1. Ένας υποτιμητικός όρος για ένα μη ευθυγραμμισμένο άτομο
- συνώνυμο:
- λόφο ,
- μπουσκαλίζερ