Translation meaning & definition of the word "hiker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πεζοπόρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hiker
[Πεζοπόρος]/haɪkər/
noun
1. A foot traveler
- Someone who goes on an extended walk (for pleasure)
- synonym:
- hiker ,
- tramp ,
- tramper
1. Ένας ταξιδιώτης ποδιών
- Κάποιος που πηγαίνει σε μια εκτεταμένη βόλτα (για την ευχαρίστηση)
- συνώνυμο:
- πεζοπόρος ,
- τραμπ ,
- ποδοπατώ
Examples of using
The hiker has reached the top of the mountain.
Ο πεζοπόρος έχει φτάσει στην κορυφή του βουνού.