Translation meaning & definition of the word "hike" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πεζοπορία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hike
[Πεζοπορία]/haɪk/
noun
1. A long walk usually for exercise or pleasure
- "She enjoys a hike in her spare time"
- synonym:
- hike ,
- hiking ,
- tramp
1. Μια μεγάλη βόλτα συνήθως για άσκηση ή ευχαρίστηση
- "Απολαμβάνει μια πεζοπορία στον ελεύθερο χρόνο της"
- συνώνυμο:
- πεζοπορία ,
- τραμπ
2. An increase in cost
- "They asked for a 10% rise in rates"
- synonym:
- rise ,
- boost ,
- hike ,
- cost increase
2. Αύξηση κόστους
- "Ζήτησαν αύξηση των επιτοκίων κατά 10"
- συνώνυμο:
- αυξάνω ,
- ενισχύω ,
- πεζοπορία ,
- αύξηση κόστους
3. The amount a salary is increased
- "He got a 3% raise"
- "He got a wage hike"
- synonym:
- raise ,
- rise ,
- wage hike ,
- hike ,
- wage increase ,
- salary increase
3. Το ποσό που αυξάνεται είναι ο μισθός
- "Πήρε αύξηση 3"
- "Πήρε μια αύξηση μισθών"
- συνώνυμο:
- αυξάνω ,
- αύξηση μισθών ,
- πεζοπορία
verb
1. Increase
- "The landlord hiked up the rents"
- synonym:
- hike ,
- hike up ,
- boost
1. Αυξάνω
- "Ο ιδιοκτήτης περπάτησε τα ενοίκια"
- συνώνυμο:
- πεζοπορία ,
- πεζοπορώ ,
- ενισχύω
2. Walk a long way, as for pleasure or physical exercise
- "We were hiking in colorado"
- "Hike the rockies"
- synonym:
- hike
2. Περπατήστε πολύ μακριά, όπως για την ευχαρίστηση ή τη σωματική άσκηση
- "Περπατούσαμε στο κολοράντο"
- "Περπατήστε τους βραχώδεις"
- συνώνυμο:
- πεζοπορία
Examples of using
Why don't you take a hike?
Γιατί δεν κάνετε πεζοπορία?
Half the camp went on a hike.
Το μισό στρατόπεδο πήγε για πεζοπορία.
I want to hike up this mountain.
Θέλω να περπατήσω πάνω σε αυτό το βουνό.