Translation meaning & definition of the word "highway" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αυτοκινητόδρομος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Highway
[Αυτοκινητόδρομος]/haɪwe/
noun
1. A major road for any form of motor transport
- synonym:
- highway ,
- main road
1. Ένας σημαντικός δρόμος για κάθε μορφή μηχανοκίνητης μεταφοράς
- συνώνυμο:
- αυτοκινητόδρομος ,
- κεντρικός δρόμος
Examples of using
The neighbourhood was cut in two by the highway.
Η γειτονιά κόπηκε στα δύο από τον αυτοκινητόδρομο.
There is a traffic jam on the highway.
Υπάρχει μια κυκλοφοριακή συμφόρηση στον αυτοκινητόδρομο.
Yesterday, there was a terrible accident on the highway.
Χθες έγινε ένα τρομερό ατύχημα στον αυτοκινητόδρομο.