Translation meaning & definition of the word "high" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υψηλή" στην ελληνική γλώσσα
High
[Υψηλός]noun
1. A lofty level or position or degree
- "Summer temperatures reached an all-time high"
- synonym:
- high
1. Ένα υψηλό επίπεδο ή θέση ή βαθμό
- "Οι θερμοκρασίες του καλοκαιριού έφτασαν σε υψηλά όλων των εποχών"
- συνώνυμο:
- υψηλός
2. An air mass of higher than normal pressure
- "The east coast benefits from a bermuda high"
- synonym:
- high
2. Μάζα αέρα υψηλότερη από την κανονική πίεση
- "Η ανατολική ακτή επωφελείται από το ύψος των βερμούδων"
- συνώνυμο:
- υψηλός
3. A state of sustained elation
- "I'm on a permanent high these days"
- synonym:
- high
3. Μια κατάσταση συνεχούς ευφορίας
- "Είμαι σε μόνιμο ύψος αυτές τις μέρες"
- συνώνυμο:
- υψηλός
4. A state of altered consciousness induced by alcohol or narcotics
- "They took drugs to get a high on"
- synonym:
- high
4. Μια κατάσταση αλλοιωμένης συνείδησης που προκαλείται από το αλκοόλ ή τα ναρκωτικά
- "Πήραν ναρκωτικά για να φτάσουν ψηλά"
- συνώνυμο:
- υψηλός
5. A high place
- "They stood on high and observed the countryside"
- "He doesn't like heights"
- synonym:
- high ,
- heights
5. Ένα υψηλό μέρος
- "Στάθηκαν ψηλά και παρατήρησαν την ύπαιθρο"
- "Δεν του αρέσουν τα ύψη"
- συνώνυμο:
- υψηλός ,
- ύψη
6. A public secondary school usually including grades 9 through 12
- "He goes to the neighborhood highschool"
- synonym:
- senior high school ,
- senior high ,
- high ,
- highschool ,
- high school
6. Ένα δημόσιο σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης συνήθως συμπεριλαμβανομένων των βαθμών 9 έως 12
- "Πηγαίνει στο γυμνάσιο της γειτονιάς"
- συνώνυμο:
- ανώτερο γυμνάσιο ,
- ανώτερος υψηλός ,
- υψηλός ,
- λύκειο ,
- γυμνάσιο
7. A forward gear with a gear ratio that gives the greatest vehicle velocity for a given engine speed
- synonym:
- high gear ,
- high
7. Ένα προς τα εμπρός εργαλείο με αναλογία εργαλείων που δίνει τη μεγαλύτερη ταχύτητα οχήματος για μια δεδομένη ταχύτητα κινητήρα
- συνώνυμο:
- υψηλή ταχύτητα ,
- υψηλός
adjective
1. Greater than normal in degree or intensity or amount
- "A high temperature"
- "A high price"
- "The high point of his career"
- "High risks"
- "Has high hopes"
- "The river is high"
- "He has a high opinion of himself"
- synonym:
- high
1. Μεγαλύτερος από τον κανονικό στο βαθμό ή την ένταση ή το ποσό
- "Υψηλή θερμοκρασία"
- "Υψηλή τιμή"
- "Το υψηλό σημείο της καριέρας του"
- "Υψηλοί κίνδυνοι"
- "Έχει μεγάλες ελπίδες"
- "Το ποτάμι είναι ψηλά"
- "Έχει υψηλή γνώμη για τον εαυτό του"
- συνώνυμο:
- υψηλός
2. (literal meaning) being at or having a relatively great or specific elevation or upward extension (sometimes used in combinations like `knee-high')
- "A high mountain"
- "High ceilings"
- "High buildings"
- "A high forehead"
- "A high incline"
- "A foot high"
- synonym:
- high
2. (-κυριολεκτική έννοια) είναι ή έχει σχετικά μεγάλη ή συγκεκριμένη ανύψωση ή ανοδική επέκταση (-μερικές φορές χρησιμοποιείται σε συνδυασμούς όπως `
- "Ένα ψηλό βουνό"
- "Υψηλές οροφές"
- "Υψηλά κτίρια"
- "Ένα ψηλό μέτωπο"
- "Υψηλή κλίση"
- "Ένα πόδι ψηλά"
- συνώνυμο:
- υψηλός
3. Standing above others in quality or position
- "People in high places"
- "The high priest"
- "Eminent members of the community"
- synonym:
- eminent ,
- high
3. Στέκεται πάνω από τους άλλους στην ποιότητα ή τη θέση
- "Άνθρωποι σε ψηλά μέρη"
- "Ο αρχιερέας"
- "Εξέχοντα μέλη της κοινότητας"
- συνώνυμο:
- επιφανειακός ,
- υψηλός
4. Used of sounds and voices
- High in pitch or frequency
- synonym:
- high ,
- high-pitched
4. Χρησιμοποιείται από ήχους και φωνές
- Υψηλή στο βήμα ή τη συχνότητα
- συνώνυμο:
- υψηλός ,
- υψηλός-ραμμένος
5. Happy and excited and energetic
- synonym:
- high ,
- in high spirits
5. Ευτυχισμένος και ενθουσιασμένος και ενεργητικός
- συνώνυμο:
- υψηλός ,
- σε υψηλά πνεύματα
6. (used of the smell of meat) smelling spoiled or tainted
- synonym:
- gamey ,
- gamy ,
- high
6. (χρησιμοποιείται για τη μυρωδιά του κρέατος) μυρωδιά χαλασμένη ή μολυσμένη
- συνώνυμο:
- παιχνιδιάρησ ,
- γαμημένοσ ,
- υψηλός
7. Slightly and pleasantly intoxicated from alcohol or a drug (especially marijuana)
- synonym:
- high ,
- mellow
7. Ελαφρώς και ευχάριστα μεθυσμένος από αλκοόλ ή φάρμακο (ειδικά μαριχουάνα)
- συνώνυμο:
- υψηλός ,
- αδέξιοσ
adverb
1. At a great altitude
- "He climbed high on the ladder"
- synonym:
- high ,
- high up
1. Σε μεγάλο υψόμετρο
- "Ανέβηκε ψηλά στη σκάλα"
- συνώνυμο:
- υψηλός
2. In or to a high position, amount, or degree
- "Prices have gone up far too high"
- synonym:
- high
2. Σε ή σε υψηλή θέση, ποσό ή βαθμό
- "Οι τιμές έχουν ανέβει πολύ ψηλά"
- συνώνυμο:
- υψηλός
3. In a rich manner
- "He lives high"
- synonym:
- high ,
- richly ,
- luxuriously
3. Με πλούσιο τρόπο
- "Ζει ψηλά"
- συνώνυμο:
- υψηλός ,
- πλούσια ,
- πολυτελώσ
4. Far up toward the source
- "He lives high up the river"
- synonym:
- high
4. Πολύ μακριά προς την πηγή
- "Ζει ψηλά στο ποτάμι"
- συνώνυμο:
- υψηλός