Translation meaning & definition of the word "hierarchy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιεραρχία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hierarchy
[Ιεραρχία]/haɪərɑrki/
noun
1. A series of ordered groupings of people or things within a system
- "Put honesty first in her hierarchy of values"
- synonym:
- hierarchy
1. Μια σειρά από διατεταγμένες ομάδες ανθρώπων ή πραγμάτων μέσα σε ένα σύστημα
- "Βάλτε την ειλικρίνεια πρώτα στην ιεραρχία των αξιών της"
- συνώνυμο:
- ιεραρχία
2. The organization of people at different ranks in an administrative body
- synonym:
- hierarchy ,
- power structure ,
- pecking order
2. Η οργάνωση των ανθρώπων σε διαφορετικές τάξεις σε ένα διοικητικό όργανο
- συνώνυμο:
- ιεραρχία ,
- δομή ισχύος ,
- παραγγελία παρακολούθησης