Translation meaning & definition of the word "hierarchical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιεραρχική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hierarchical
[Ιεραρχική]/haɪrɑrkəkəl/
adjective
1. Classified according to various criteria into successive levels or layers
- "It has been said that only a hierarchical society with a leisure class at the top can produce works of art"
- "In her hierarchical set of values honesty comes first"
- synonym:
- hierarchical ,
- hierarchal ,
- hierarchic
1. Ταξινομημένος σύμφωνα με τα διάφορα κριτήρια στα διαδοχικά επίπεδα ή τα στρώματα
- "Ειπώθηκε ότι μόνο μια ιεραρχική κοινωνία με μια τάξη αναψυχής στην κορυφή μπορεί να παράγει έργα τέχνης"
- "Στο ιεραρχικό σύνολο των αξιών της, η ειλικρίνεια έρχεται πρώτη"
- συνώνυμο:
- ιεραρχική