Translation meaning & definition of the word "hideous" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "αποτρόπαιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hideous
[Αποτρόπαιο]/hɪdiəs/
adjective
1. Grossly offensive to decency or morality
- Causing horror
- "Subjected to outrageous cruelty"
- "A hideous pattern of injustice"
- "Horrific conditions in the mining industry"
- synonym:
- hideous ,
- horrid ,
- horrific ,
- outrageous
1. Εξαιρετικά προσβλητικό για την ευπρέπεια ή την ηθική
- Προκαλώντας φρίκη
- "Υπόκειται σε εξωφρενική σκληρότητα"
- "Ένα αποτρόπαιο μοτίβο αδικίας"
- "Φρικτές συνθήκες στη μεταλλευτική βιομηχανία"
- συνώνυμο:
- αποκρουστικός ,
- φρικτός ,
- εξωφρενικό
2. So extremely ugly as to be terrifying
- "A hideous scar"
- "A repulsive mask"
- synonym:
- hideous ,
- repulsive
2. Τόσο εξαιρετικά άσχημο ώστε να είναι τρομακτικό
- "Μια αποτρόπαια ουλή"
- "Μια απωθητική μάσκα"
- συνώνυμο:
- αποκρουστικός ,
- απωθητικόσ
Examples of using
A hideous monster used to live there.
Ένα αποτρόπαιο τέρας ζούσε εκεί.