Translation meaning & definition of the word "hideaway" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόκρυψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hideaway
[Απόκρυψη]/haɪdəwe/
noun
1. A hiding place
- Usually a remote place used by outlaws
- synonym:
- hideout ,
- hideaway ,
- den
1. Κρυψώνα
- Συνήθως ένα απομακρυσμένο μέρος που χρησιμοποιείται από τους παραβάτες
- συνώνυμο:
- απόκρυψη ,
- κρυφτό ,
- ντεν
2. An area where you can be alone
- synonym:
- hideaway ,
- retreat
2. Ένας τομέας όπου μπορείτε να είστε μόνοι
- συνώνυμο:
- κρυφτό ,
- υποχώρηση