Translation meaning & definition of the word "hickey" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αίγειο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hickey
[Χίκι]/hɪki/
noun
1. A small inflamed elevation of the skin
- A pustule or papule
- Common symptom in acne
- synonym:
- pimple ,
- hickey ,
- zit
1. Μια μικρή φλεγμονή του δέρματος
- Ένα φλύκταινα ή ένα βλατίδα
- Κοινό σύμπτωμα στην ακμή
- συνώνυμο:
- σπυράκι ,
- παπαγάλος ,
- ζιτ
2. A temporary red mark on a person's skin resulting from kissing or sucking by their lover
- synonym:
- hickey ,
- love bite
2. Ένα προσωρινό κόκκινο σημάδι στο δέρμα ενός ατόμου που προκύπτει από φιλιά ή πιπίλισμα από τον εραστή του
- συνώνυμο:
- παπαγάλος ,
- αγάπη δάγκωμα