Translation meaning & definition of the word "hick" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κνησμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hick
[Χασίς]/hɪk/
noun
1. A person who is not very intelligent or interested in culture
- synonym:
- yokel ,
- rube ,
- hick ,
- yahoo ,
- hayseed ,
- bumpkin ,
- chawbacon
1. Ένα άτομο που δεν είναι πολύ έξυπνο ή ενδιαφέρεται για τον πολιτισμό
- συνώνυμο:
- γιόκελ ,
- ρουμπίνι ,
- πανούργοσ ,
- γιαχού ,
- αλεξίπτωτο ,
- παραλία ,
- τσαουμπέικον
adjective
1. Awkwardly simple and provincial
- "Bumpkinly country boys"
- "Rustic farmers"
- "A hick town"
- "The nightlife of montmartre awed the unsophisticated tourists"
- synonym:
- bumpkinly ,
- hick ,
- rustic ,
- unsophisticated
1. Αδέξια απλό και επαρχιακό
- "Αγόρια της επαρχίας"
- "Εκπαιδευτικοί αγρότες"
- "Μια πόλη που περνάει"
- "Η νυχτερινή ζωή της μονμάρτρης ξύπνησε τους ανεξερεύνητους τουρίστες"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμενοσ ,
- πανούργοσ ,
- ρουστίκ ,
- ανεπανάληπτοσ