Translation meaning & definition of the word "hiccup" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λόξυγκας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hiccup
[Λόξυγγας]/hɪkəp/
noun
1. (usually plural) the state of having reflex spasms of the diaphragm accompanied by a rapid closure of the glottis producing an audible sound
- Sometimes a symptom of indigestion
- "How do you cure the hiccups?"
- synonym:
- hiccup ,
- hiccough ,
- singultus
1. (συνήθως πλουρα) η κατάσταση της ύπαρξης αντανακλαστικών σπασμών του διαφράγματος συνοδευόμενη από γρήγορο κλείσιμο της γλωττίδας
- Μερικές φορές ένα σύμπτωμα της δυσπεψίας
- "Πώς θεραπεύετε τους λόξυγκες?"
- συνώνυμο:
- λόξυγγας ,
- απλούσ
verb
1. Breathe spasmodically, and make a sound
- "When you have to hiccup, drink a glass of cold water"
- synonym:
- hiccup ,
- hiccough
1. Αναπνεύστε σπασμωδικά και κάντε έναν ήχο
- "Όταν πρέπει να λόξυγγας, πιείτε ένα ποτήρι κρύο νερό"
- συνώνυμο:
- λόξυγγας
Examples of using
I often hiccup.
Συχνά λόξυγγας.
Imagine that you begin to hiccup and can't stop.
Φανταστείτε ότι αρχίζετε να κάνετε λόξυγκα και δεν μπορείτε να σταματήσετε.