Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "hibernation" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναστολή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Hibernation

[Χειμερία]
/haɪbərneʃən/

noun

1. The torpid or resting state in which some animals pass the winter

    synonym:
  • hibernation

1. Η κατάσταση ανάπαυσης ή ανάπαυσης στην οποία ορισμένα ζώα περνούν το χειμώνα

    συνώνυμο:
  • αδρανοποίηση

2. Cessation from or slowing of activity during the winter

  • Especially slowing of metabolism in some animals
    synonym:
  • hibernation

2. Διακοπή ή επιβράδυνση της δραστηριότητας κατά τη διάρκεια του χειμώνα

  • Ιδιαίτερα επιβράδυνση του μεταβολισμού σε ορισμένα ζώα
    συνώνυμο:
  • αδρανοποίηση

3. The act of retiring into inactivity

  • "He emerged from his hibernation to make his first appearance in several years"
    synonym:
  • hibernation

3. Η πράξη της απόσυρσης σε αδράνεια

  • "Αναδύθηκε από την αδρανοποίησή του για να κάνει την πρώτη του εμφάνιση σε αρκετά χρόνια"
    συνώνυμο:
  • αδρανοποίηση