Translation meaning & definition of the word "heyday" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ημέρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Heyday
[Ευρυαγγεία]/hede/
noun
1. The period of greatest prosperity or productivity
- synonym:
- flower ,
- prime ,
- peak ,
- heyday ,
- bloom ,
- blossom ,
- efflorescence ,
- flush
1. Η περίοδος της μεγαλύτερης ευημερίας ή παραγωγικότητας
- συνώνυμο:
- λουλούδι ,
- πρώτοσ ,
- κορυφή ,
- εβδομάδα ,
- ανθίζω ,
- άνθος ,
- εξάνθημα ,
- επίπλευση