Translation meaning & definition of the word "hesitant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταυτόχρονη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hesitant
[Διστάζων]/hɛzɪtənt/
adjective
1. Lacking decisiveness of character
- Unable to act or decide quickly or firmly
- synonym:
- hesitant ,
- hesitating
1. Απουσία αποφασιστικότητας του χαρακτήρα
- Δεν μπορεί να δράσει ή να αποφασίσει γρήγορα ή σταθερά
- συνώνυμο:
- διστάζω ,
- διστάζει
Examples of using
Tom is hesitant to visit Mary in the hospital.
Ο Τομ διστάζει να επισκεφθεί τη Μαίρη στο νοσοκομείο.