Translation meaning & definition of the word "herring" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φροντίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Herring
[Ρέγγα]/hɛrɪŋ/
noun
1. Valuable flesh of fatty fish from shallow waters of northern atlantic or pacific
- Usually salted or pickled
- synonym:
- herring
1. Πολύτιμη σάρκα λιπαρών ψαριών από ρηχά νερά του βόρειου ατλαντικού ή του ειρηνικού
- Συνήθως αλατισμένο ή τουρσί
- συνώνυμο:
- ρέγγα
2. Commercially important food fish of northern waters of both atlantic and pacific
- synonym:
- herring ,
- Clupea harangus
2. Εμπορικά σημαντικά ψάρια τροφίμων των βόρειων υδάτων τόσο του ατλαντικού όσο και του ειρηνικού
- συνώνυμο:
- ρέγγα ,
- Κλουπέα Χαραγκού
Examples of using
The police followed a red herring while they let the true criminal escape.
Η αστυνομία ακολούθησε μια κόκκινη ρέγγα ενώ άφησε τον πραγματικό εγκληματία να δραπετεύσει.