Translation meaning & definition of the word "herpes" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έρπες" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Herpes
[Έρπης]/hərpiz/
noun
1. Viral diseases causing eruptions of the skin or mucous membrane
- synonym:
- herpes
1. Ιογενείς ασθένειες που προκαλούν εκρήξεις του δέρματος ή της βλεννογόνου μεμβράνης
- συνώνυμο:
- έρπης
2. Any of the animal viruses that cause painful blisters on the skin
- synonym:
- herpes ,
- herpes virus
2. Οποιοσδήποτε από τους ιούς των ζώων που προκαλούν επώδυνες φουσκάλες στο δέρμα
- συνώνυμο:
- έρπης ,
- έρπητας ιός