Translation meaning & definition of the word "heroism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηρωισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Heroism
[Ηρωισμό]/hɛroʊɪzəm/
noun
1. The qualities of a hero or heroine
- Exceptional or heroic courage when facing danger (especially in battle)
- "He showed great heroism in battle"
- "He received a medal for valor"
- synonym:
- heroism ,
- gallantry ,
- valor ,
- valour ,
- valorousness ,
- valiance ,
- valiancy
1. Οι ιδιότητες ενός ήρωα ή ηρωίδας
- Εξαιρετικό ή ηρωικό θάρρος όταν αντιμετωπίζετε κίνδυνο (ειδικά στη μάχη)
- "Έδειξε μεγάλο ηρωισμό στη μάχη"
- "Έλαβε ένα μετάλλιο για την ανδρεία"
- συνώνυμο:
- ηρωισμός ,
- γαλαντία ,
- βαλόρ ,
- ανδρεία ,
- γενναιότητα ,
- βαλιάν
Examples of using
Everybody praised his heroism.
Όλοι επαίνεσαν τον ηρωισμό του.
Everybody praised his heroism.
Όλοι επαίνεσαν τον ηρωισμό του.