Translation meaning & definition of the word "heroine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηρωίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Heroine
[Ηρωίδα]/hɛroʊən/
noun
1. The main good female character in a work of fiction
- synonym:
- heroine
1. Ο κύριος καλός γυναικείος χαρακτήρας σε ένα έργο φαντασίας
- συνώνυμο:
- ηρωίδα
2. A woman possessing heroic qualities or a woman who has performed heroic deeds
- synonym:
- heroine
2. Μια γυναίκα που έχει ηρωικές ιδιότητες ή μια γυναίκα που έχει εκτελέσει ηρωικές πράξεις
- συνώνυμο:
- ηρωίδα
Examples of using
She wants to be a heroine.
Θέλει να γίνει ηρωίδα.
The heroine of this story is a little girl.
Η ηρωίδα αυτής της ιστορίας είναι ένα μικρό κορίτσι.
The heroine of the novel committed suicide.
Η ηρωίδα του μυθιστορήματος αυτοκτόνησε.