Translation meaning & definition of the word "heretic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αιρετική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Heretic
[Αιρετικός]/hɛrətɪk/
noun
1. A person who holds religious beliefs in conflict with the dogma of the roman catholic church
- synonym:
- heretic ,
- misbeliever ,
- religious outcast
1. Ένα άτομο που έχει θρησκευτικές πεποιθήσεις σε σύγκρουση με το δόγμα της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας
- συνώνυμο:
- αιρετικός ,
- πιστεύω πολύ ,
- θρησκευτική εκτός
2. A person who holds unorthodox opinions in any field (not merely religion)
- synonym:
- heretic
2. Ένα άτομο που κατέχει ανορθόδοξες απόψεις σε οποιοδήποτε πεδίο (όχι μόνο θρησκεία)
- συνώνυμο:
- αιρετικός