Translation meaning & definition of the word "heredity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κληρονομιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Heredity
[Κληρονομικότητα]/hərɛdəti/
noun
1. The biological process whereby genetic factors are transmitted from one generation to the next
- synonym:
- heredity
1. Η βιολογική διαδικασία με την οποία οι γενετικοί παράγοντες μεταδίδονται από τη μία γενιά στην άλλη
- συνώνυμο:
- κληρονομικότητα
2. The total of inherited attributes
- synonym:
- heredity ,
- genetic endowment
2. Το σύνολο των κληρονομικών χαρακτηριστικών
- συνώνυμο:
- κληρονομικότητα ,
- γενετική προσφορά
Examples of using
We are influenced both by environment and by heredity.
Επηρεαζόμαστε τόσο από το περιβάλλον όσο και από την κληρονομικότητα.