Translation meaning & definition of the word "herb" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βότανο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Herb
[Βότανο]/ərb/
noun
1. A plant lacking a permanent woody stem
- Many are flowering garden plants or potherbs
- Some having medicinal properties
- Some are pests
- synonym:
- herb ,
- herbaceous plant
1. Ένα φυτό που δεν έχει μόνιμο ξυλώδη στέλεχος
- Πολλοί είναι ανθοφόρα φυτά κήπου ή πότερβς
- Μερικοί έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες
- Μερικά είναι παράσιτα
- συνώνυμο:
- βότανο ,
- ποώδες φυτό
2. Aromatic potherb used in cookery for its savory qualities
- synonym:
- herb
2. Αρωματικό πόθερμα που χρησιμοποιείται στη μαγειρική για τις αλμυρές του ιδιότητες
- συνώνυμο:
- βότανο