Translation meaning & definition of the word "heraldry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εραλδική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Heraldry
[Εραλδική]/hɛrəldri/
noun
1. The study and classification of armorial bearings and the tracing of genealogies
- synonym:
- heraldry
1. Η μελέτη και η ταξινόμηση των οπλοστασίων και ο εντοπισμός των γενεαλογιών
- συνώνυμο:
- εραλδική
2. Emblem indicating the right of a person to bear arms
- synonym:
- heraldry
2. Έμβλημα που δείχνει το δικαίωμα ενός ατόμου να φέρει όπλα
- συνώνυμο:
- εραλδική