Translation meaning & definition of the word "herald" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εραλδικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Herald
[Στέλεχος]/hɛrəld/
noun
1. (formal) a person who announces important news
- "The chieftain had a herald who announced his arrival with a trumpet"
- synonym:
- herald ,
- trumpeter
1. (φορμαλ) ένα άτομο που ανακοινώνει σημαντικά νέα
- "Ο οπλαρχηγός είχε έναν προαύλιο που ανακοίνωσε την άφιξή του με μια τρομπέτα"
- συνώνυμο:
- χεράλδη ,
- τρομπέτα
2. Something that precedes and indicates the approach of something or someone
- synonym:
- harbinger ,
- forerunner ,
- predecessor ,
- herald ,
- precursor
2. Κάτι που προηγείται και δείχνει την προσέγγιση κάποιου ή κάποιου
- συνώνυμο:
- προάγγελοσ ,
- πρόδρομος ,
- προκάτοχος ,
- χεράλδη
verb
1. Foreshadow or presage
- synonym:
- announce ,
- annunciate ,
- harbinger ,
- foretell ,
- herald
1. Προεξοχή ή προφορά
- συνώνυμο:
- ανακοινώνω ,
- αναγγέλλω ,
- προάγγελοσ ,
- προείπα ,
- χεράλδη
2. Praise vociferously
- "The critics hailed the young pianist as a new rubinstein"
- synonym:
- acclaim ,
- hail ,
- herald
2. Επαινέστε λεστικά
- "Οι κριτικοί χαιρέτισαν τον νεαρό πιανίστα ως νέο ρουμπινστάιν"
- συνώνυμο:
- αναγνωρίζω ,
- χαιρετώ ,
- χεράλδη
3. Greet enthusiastically or joyfully
- synonym:
- hail ,
- herald
3. Χαιρετήστε με ενθουσιασμό ή χαρά
- συνώνυμο:
- χαιρετώ ,
- χεράλδη