Translation meaning & definition of the word "hep" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hep
[Ήπαρ]/hɛp/
adjective
1. Informed about the latest trends
- synonym:
- hep ,
- hip ,
- hip to(p)
1. Ενημέρωση για τις τελευταίες τάσεις
- συνώνυμο:
- ηπατικός ,
- γοφόσ ,
- ισχίο ()