Translation meaning & definition of the word "henhouse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπίτι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Henhouse
[Κοτέτσι]/hɛnhaʊs/
noun
1. A farm building for housing poultry
- synonym:
- chicken coop ,
- coop ,
- hencoop ,
- henhouse
1. Ένα κτίριο αγροκτήματος για τη στέγαση πουλερικών
- συνώνυμο:
- κοτόπουλο ,
- κουτσομπολεύω ,
- είδοσ παπαγάλου ,
- αναβραστικόσ