Translation meaning & definition of the word "hence" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξ ου" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hence
[Ως εκ τούτου]/hɛns/
adverb
1. (used to introduce a logical conclusion) from that fact or reason or as a result
- "Therefore x must be true"
- "The eggs were fresh and hence satisfactory"
- "We were young and thence optimistic"
- "It is late and thus we must go"
- "The witness is biased and so cannot be trusted"
- synonym:
- therefore ,
- hence ,
- thence ,
- thus ,
- so
1. (χρησιμοποιείται για να εισαγάγει ένα λογικό συμπέρασμα) από αυτό το γεγονός ή το λόγο ή ως αποτέλεσμα
- "Συνεπώς, το χ πρέπει να είναι αληθινό"
- "Τα αυγά ήταν φρέσκα και ως εκ τούτου ικανοποιητικά"
- "Ήμασταν νέοι και από τότε αισιόδοξοι"
- "Είναι αργά και έτσι πρέπει να φύγουμε"
- "Ο μάρτυρας είναι προκατειλημμένος και έτσι δεν μπορεί να εμπιστευτεί"
- συνώνυμο:
- επομένως ,
- ως εκ τούτου ,
- εκεί ,
- έτσι
2. From this place
- "Get thee hence!"
- synonym:
- hence
2. Από αυτό το μέρος
- "Φέρτε σας ως εκ τούτου!"
- συνώνυμο:
- ως εκ τούτου
3. From this time
- "A year hence it will be forgotten"
- synonym:
- hence
3. Από αυτή τη στιγμή
- "Ένας χρόνος λοιπόν θα ξεχαστεί"
- συνώνυμο:
- ως εκ τούτου