Translation meaning & definition of the word "hen" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τότε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hen
[Κότα]/hɛn/
noun
1. Adult female chicken
- synonym:
- hen ,
- biddy
1. Ενήλικο θηλυκό κοτόπουλο
- συνώνυμο:
- κότα ,
- παιδί
2. Adult female bird
- synonym:
- hen
2. Ενήλικο θηλυκό πουλί
- συνώνυμο:
- κότα
3. Flesh of an older chicken suitable for stewing
- synonym:
- hen
3. Σάρκα παλαιότερου κοτόπουλου κατάλληλου για βράσιμο
- συνώνυμο:
- κότα
4. Female of certain aquatic animals e.g. octopus or lobster
- synonym:
- hen
4. Θηλυκό ορισμένων υδρόβιων ζώων π.χ. χταπόδι ή αστακός
- συνώνυμο:
- κότα
Examples of using
It is essential to prevent salmonella contamination in hen egg production.
Είναι σημαντικό να αποφευχθεί η μόλυνση της σαλμονέλας στην παραγωγή αυγών κότας.
That fox must have killed the hen.
Αυτή η αλεπού πρέπει να σκότωσε την κότα.
The hen has laid an egg.
Η κότα έχει βάλει ένα αυγό.