Translation meaning & definition of the word "hemoglobin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αιμοσφαιρίνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hemoglobin
[Αιμοσφαιρίνη]/himəgloʊbən/
noun
1. A hemoprotein composed of globin and heme that gives red blood cells their characteristic color
- Function primarily to transport oxygen from the lungs to the body tissues
- "Fish have simpler hemoglobin than mammals"
- synonym:
- hemoglobin ,
- haemoglobin ,
- Hb
1. Μια αιμοπρωτεΐνη αποτελούμενη από σφαιρίνη και αίμη που δίνει στα ερυθρά αιμοσφαίρια το χαρακτηριστικό τους χρώμα
- Λειτουργεί κυρίως για τη μεταφορά οξυγόνου από τους πνεύμονες στους ιστούς του σώματος
- "Τα ψάρια έχουν απλούστερη αιμοσφαιρίνη από τα θηλαστικά"
- συνώνυμο:
- αιμοσφαιρίνη ,
- Χβ